λήψεως

λήψεως
λήψεω̆ς , λῆψις
taking hold
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εικονολήπτες — οι τα φωτογραμμετρικά όργανα λήψεως, οι μετροφωτομηχανές …   Dictionary of Greek

  • κάμερα — (I) ἡ βλ. κάμαρα. (II) ἡ κινηματογραφική ή τηλεοπτική μηχανή λήψεως εικόνων. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. (movie) camera < λατ. camera «αψίδα, θόλος»] …   Dictionary of Greek

  • κάμεραμαν — ο ο χειριστής κάμερας, χειριστής κινηματογραφικής ή τηλεοπτικής μηχανής λήψεως. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cameraman < camera «κάμερα (II)» + man «άνθρωπος»] …   Dictionary of Greek

  • κεραία — I (Ζωολ.). Αρθρωτό εξάρτημα, με το οποίο είναι εφοδιασμένο το κεφάλι των εντόμων, των μυριαπόδων και των καρκινοειδών. Τα τελευταία φέρουν δύο ζεύγη κ., οι οποίες είναι δισχιδείς, ενώ οι δύο πρώτες ομάδες έχουν μόνο ένα ζεύγος μονοσχιδών κ. Είναι …   Dictionary of Greek

  • ορθεικονοσκόπιο — το (ηλεκτρον.) τύπος ηλεκτρονικής λυχνίας που χρησιμοποιείται στις τηλεοπτικές μηχανές λήψεως, αλλ. ορθικόν …   Dictionary of Greek

  • πανοραμικός — ή, ό [πανόραμα] 1. αυτός που μοιάζει με πανόραμα ή αυτός που φαίνεται σαν σε πανόραμα (α. «πανοραμική θέα» β. «πανοραμική οθόνη») 2. (κατ επέκτ.) θεαματικός, αξιοθέατος, φαντασμαγορικός 3. φρ. «πανοραμική λήψη» κινημ. κινηματογραφική λήψη η οποία …   Dictionary of Greek

  • πείνα — Η έλλειψη τροφής, λιμός. Η λήψη θρεπτικών ουσιών καταπραΰνει την π. Το ποσό των τροφίμων που απαιτείται για να κορεστεί η π. ποικίλλει ανάλογα με τα άτομα και το κλίμα. Απεργία π. λέγεται ιδιότυπο είδος απεργίας που χρησιμοποιήθηκε στους… …   Dictionary of Greek

  • ρύθμιση — η / ῥύθμισις, ίσεως, ΝΜΑ [ῥυθμίζω] η διάταξη σύμφωνα με έναν ορισμένο ρυθμό νεοελλ. 1. (σχετικά με πράγμα ή καταστάσεις) διευθέτηση, διακανονισμός, τακτοποίηση (α. «η ρύθμιση τών θεμάτων αυτών αναβλήθηκε» β. «επιτεύχθηκε η ρύθμιση τής τροχαίας… …   Dictionary of Greek

  • συνταγή — (Ιατρ.). Γραπτές οδηγίες που αφορούν την ποιότητα, τη δόση, τη μορφή των φαρμάκων ή τον τρόπο παρασκευής τους. Οι οδηγίες γράφονται σε φύλλα χαρτιού, που στην κορυφή του έχει το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του γιατρού. Σ’ αυτήν αναφέρεται η… …   Dictionary of Greek

  • τηλεμετρία — η, Ν τεχνολ. αυτοματοποιημένη τηλεπικοινωνιακή διεργασία μέσω τής οποίας εκτελούνται μετρήσεις και συλλέγονται άλλα πληροφοριακά στοιχεία σε απομακρυσμένα ή απρόσιτα σημεία και διαβιβάζονται σε συσκευές λήψεως για παρακολούθηση, παρουσίαση και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”